ορχεκτομία

ορχεκτομία
hadım etme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορχεκτομή — και ορχεκτομία, η χειρουργική αφαίρεση τού ενός ή και τών δύο όρχεων, σε περιπτώσεις νέκρωσης ή κακοήθους όγκου τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrchectomy / orchiectomy < όρχις + εκτομή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”